- εχέμυθος
- -η, -οαυτός που κρατά το μυστικό που γνωρίζει (αντίθ. ακριτόμυθος): Έχε του εμπιστοσύνη, είναι εχέμυθος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εχέμυθος — η, ο (ΑΜ ἐχέμυθος, ον) αυτός που κρατάει για τον εαυτό του το μυστικό που τού έχει εμπιστευθεί κάποιος, ο μυστικός, ο σιωπηλός αρχ. μυθικός, μυθώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + μύθος] … Dictionary of Greek
ἐχέμυθος — ἐχέμῡθος , ἐχέμυθος taciturn masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχεμυθώ — ἐχεμυθῶ, έω (Α) [εχέμυθος] είμαι εχέμυθος, κρατώ το μυστικό που μού εμπιστεύθηκαν, σιωπώ («τὰ ἀπόρρητα καὶ ἐχεμυθούμενα», Ιάμβλ.) … Dictionary of Greek
ἐχεμυθότατον — ἐχεμῡθότατον , ἐχέμυθος taciturn masc acc superl sg ἐχεμῡθότατον , ἐχέμυθος taciturn neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχέμυθον — ἐχέμῡθον , ἐχέμυθος taciturn masc/fem acc sg ἐχέμῡθον , ἐχέμυθος taciturn neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
δυσμετάδοτος — δυσμετάδοτος, ον (Α) αυτός που δύσκολα μεταδίδει ή ανακοινώνει κάτι, ο εχέμυθος … Dictionary of Greek
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek
εχεμύθεια — και εχεμυθία (ΑΜ ἐχεμυθία) η ιδιότητα τού εχέμυθου, το να κρατάει κάποιος για τον εαυτό του το μυστικό που τού εμπιστεύθηκε κάποιος, η μυστικότητα, η σιωπή («πρόχειρα ἔχοντα τὰ τῆς ἐχεμυθίας ἐγκώμια», Πλούτ.) αρχ. φρ. «ἡ πυθαγόρειος ἐχεμυθία» η… … Dictionary of Greek
κρυφός — και κουρφός, ή, ό (Μ κρυφός, ή, όν) 1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος») 2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιος («κρυφή αγάπη») 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek